στηλογραφώ

στηλογραφώ
-έω, ΜΑ
αναγράφω κάτι πάνω σε στήλη
μσν.
μτφ. εγγράφω, χαράζω κάτι κάπου σαν να χαράζω σε στήλη («στηλογραφηθῆναι ἐν τῇ ἑκάστου ψυχῇ», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. κηρο-γραφώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταστηλογραφώ — καταστηλογραφῶ, έω (Μ) αναγράφω σε στήλη, στηλογραφώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στηλο γραφῶ «αναγράφω επί στήλης»] …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

  • στηλογράφημα — τὸ, Μ [στηλογραφώ] εικόνα τυπωμένη σε στήλη …   Dictionary of Greek

  • στηλογραφία — ἡ, ΜΑ [στηλογραφῶ] μσν. το στηλογράφημα* αρχ. (ιδίως σχετικά με ψαλμούς) επιγραφή σε στήλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”